κολασμένος

κολασμένος
η , ο
1) грешный; 2) осуждённый на муки ада; проклятый, заклеймённый; 3) бессовестный, злой (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κολασμένος" в других словарях:

  • κολασμένος — η, ο αμαρτωλός, κακός, άσωτος, διεφθαρμένος: Αυτός είναι κολασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολασμένος — η, ο [κολάζομαι] 1. αυτός που έχει καταδικαστεί μετά θάνατον σε αιώνια τιμωρία 2. αμαρτωλός, διεφθαρμένος, κακός, άσωτος («κολασμένη ψυχή») 3. ο δυστυχισμένος, ο ταλαιπωρημένος, ο αδικημένος, ο άθλιος («εμπρός τής γης οι κολασμένοι»). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • εναμάρτητος — η, ο (AM ἐναμάρτητος, ον) ο γεμάτος αμαρτίες, αυτός που υπόκειται σε αμαρτίες, αμαρτωλός, κολασμένος …   Dictionary of Greek

  • κολάζομαι — κολάζομαι, κολάστηκα, κολασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κολάζω — κόλασα, κολάστηκα, κολασμένος 1. μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του έκαμε και άλλο χειρότερο σφάλμα. 2. τιμωρώ: Υπάρχει νόμος που κολάζει την πράξη αυτή. 3. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, σκανδαλίζω: Μην ντύνεσαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»